Πέμπτη, Απρίλιος 18, 2024

Έκλεισε την Τετάρτη, 18 Αυγούστου, η Έκθεση Κυπριακού Βιβλίου στον Αλικιανό, ολοκληρώνοντας με επιτυχία το Αφιέρωμα στην Κύπρο για τα πενήντα χρόνια από την ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Το Αφιέρωμα οργάνωσαν η Εταιρεία Κρητικών Σπουδών - Ίδρυμα Καψωμένου και οι Πολιτιστικές Υπηρεσίες του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού της Κυπριακής Δημοκρατίας στην έδρα της Εταιρείας, στον Πύργο Αλικιανού Χανίων (5 έως 8 Αυγούστου 2010), σε συνεργασία με τη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Χανίων, το Σύνδεσμο Φιλολόγων Ν. Χανίων και τον Ελληνικό Ερυθρό Σταυρό – Περιφέρεια Κρήτης.

Η διοργάνωση περιελάμβανε Συνέδριο με θέμα “Οι Τέχνες και τα Γράμματα στην Κύπρο”, Θεατρική παράσταση της “Λυσιστράτης” του Αριστοφάνη (διασκευή σε κυπριακό ιδίωμα) από το Θεατρικό Εργαστήρι του Πανεπιστημίου Κύπρου, βραδιές με λαϊκούς χορούς και τραγούδια της Κύπρου και της Κρήτης και Έκθεση Κυπριακού Βιβλίου. Ανάμεσα στους Συνέδρους ήταν επιφανείς εκπρόσωποι των Κυπριακών Γραμμάτων και Τεχνών, επίσημοι αντιπρόσωποι από τις Εταιρείες και Ενώσεις Λογοτεχνών της Κύπρου, καθηγητές πανεπιστημίου, ιστορικοί της λογοτεχνίας και της τέχνης, καταξιωμένοι ερευνητές και συγγραφείς,  ποιητές, πεζογράφοι, καλλιτέχνες,   καθώς και γνωστές προσωπικότητες της ελλαδικής διανόησης.

Την έναρξη των εργασιών κήρυξε ο Υπουργός Παιδείας και Πολιτισμού της Κύπρου, κ. Ανδρέας Δημητρίου, ο οποίος στον Εναρκτήριο λόγο του, εκθέτοντας την πολιτική του Υπουργείου του, έδειξε πώς, σε μια πολιτεία που σέβεται την πνευματική παράδοση του λαού της, ο πολιτισμός μπορεί να είναι καθοριστικός παράγοντας στη χάραξη της γενικής πολιτικής του κράτους. Πλούσια και εντυπωσιακά ήταν τα νέα στοιχεία που παρουσίασε  ο καθηγητής Γιώργος Γεωργής, τέως Πρέσβυς της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ελλάδα, για τις πολλαπλές σχέσεις που αναπτύχθηκαν σε όλα τα επίπεδα μεταξύ Κύπρου και Κρήτης στα νεότερα χρόνια, αρχίζοντας από τον “Ερωτόκριτο” του Κορνάρου  και φτάνοντας ώς τους εθελοντές των μεγάλων πολέμων κι ώς τους σημερινούς Συλλόγους Κυπρίων των Χανίων και Κρητών Πολεμιστών Κύπρου. Πολύ ενδιαφέρουσα και διδακτική ήταν η παρουσίαση, από την Ανώτερη Μορφωτική Λειτουργό Δρα Νάντια Στυλιανού, της πολιτικής που ακολουθεί η Κυπριακή Δημοκρατία για το βιβλίο και για την ενίσχυση της λογοτεχνικής και καλλιτεχνικής δημιουργίας. Η κα Ελένη Νικήτα, Ιστορικός της Τέχνης, τέως Διευθύντρια Πολιτιστικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού της Κυπριακής Δημοκρατίας, έκλεισε την ομιλία της για τις Εικαστικές τέχνες στην Κύπρο από  το 1960 ως το 2010 με τη διαπίστωση ότι αφενός οι ιδιαίτερες συνθήκες του νησιού (γεωγραφικές, κοινωνικές, πολιτισμικές), αφετέρου οι ιστορικές του περιπέτειες διαδραμάτισαν καθοριστικό ρόλο στο χαρακτήρα και την ιδιαίτερη ταυτότητα της τέχνης. Ταυτόχρονα οι Κύπριοι δημιουργοί διατήρησαν την αρχαία χαρακτηριστική τους ικανότητα επικοινωνίας, διαλόγου, αφομοίωσης και σύνθεσης, η οποία ενέπνευσε έργα που συνδυάζουν το εύρος των αισθητικών και θεωρητικών αναφορών με την ιδιαίτερο στίγμα της κυπριακής τέχνης. Το διακριτικό της κυπριακής τέχνης σήμερα είναι η ζωτικότητα και η ανανεωτική της δύναμη, που τείνει να υπερβεί την καθιερωμένη σχέση κέντρου – περιφέρειας και να διαμορφώσει προοπτικές για ένα πρωτοποριακό ρόλο.

Η ανάλογη διαπίστωση ισχύει, όπως υποστήριξαν πολλοί ομιλητές, και για τη λογοτεχνία. Οι πρόσφατες ιστορικές περιπέτειες και ιδιαίτερα η τραγωδία της τουρκικής εισβολής και κατοχής του νησιού τροφοδότησαν μια μεγάλη άνθηση των γραμμάτων, ιδιαίτερα της ποίησης αλλά και της δραματουργίας, του διηγήματος, του χρονικού, της μαρτυρίας, που επιτρέπει στους γραμματολόγους να μιλούν για τη “Γενιά του 1960 ή Γενιά της ανεξαρτησίας” και για τη “Γενιά του 1974 ή Γενιά της εισβολής”. Το φαινόμενο αυτό, να ενεργοποιούνται – αντί να αναστέλλονται – οι  δημιουργικές δυνάμεις  του λαού σε περιόδους μεγάλης κρίσης αποτελεί, όπως παρατηρήθηκε, χαρακτηριστικό γνώρισμα του νέου ελληνισμού. Στην κυπριακή λογοτεχνία τροφοδότησε και ενίσχυσε κι ένα άλλο συναφές γνώρισμα, την αντίληψη του τραγικού στην ποίηση και την πεζογραφία. Στην αίσθηση του τραγικού μοιάζει να οφείλεται και η συγκριτικά πολύ μεγάλη επίδοση του θεάτρου στην Κύπρο. Όπως επεσήμανε η σκηνοθέτις Μαρία Μανναρίδου-Καρσερά, ο θεατρικό χώρος είναι σήμερα “ένα αναβράζον καζάνι νέων ταλέντων”, που αναζητά δημιουργικές διεξόδους μέσα από την έρευνα και τον πειραματισμό.

Μια άλλη σημαντική διαπίστωση ήταν ότι η κυπριακή λογοτεχνία, όπως και η γλώσσα, διακρίνεται από έναν αρχαϊσμό: διατηρεί, πιο ευδιάκριτα από άλλες περιοχές, τα διακριτικά γνωρίσματα του ελληνικού πολιτισμικού προτύπου, πετυχαίνοντας παράλληλα μια θαυμαστή ισορροπία ανάμεσα στο παραδοσιακό και το μοντέρνο. Αυτή η δημιουργική σύζευξη της παραδοσιακής κουλτούρας με τις απαιτήσεις του παρόντος αποτελεί, σύμφωνα με τους μελετητές, ένα σημείο όπου Κύπρος και Κρήτη συναντώνται.  Ανάμεσα στα στοιχεία που συνδέουν τις δυο αυτές εστίες του ελληνισμού είναι ένα διακριτικό γνώρισμα του ελληνικού πολιτισμικού προτύπου, η αντίληψη του ενιαίου χωροχρόνου και το ιστορικό βίωμα, όπου στιγμή και αιωνιότητα ταυτίζονται: η διαχρονία ενυπάρχει ενεργά μέσα στο παρόν.

Ιδιαίτερα γόνιμη υπήρξε και η Στρογγυλή τράπεζα για το ρόλο των πνευματικών δημιουργών σε περίοδο κρίσης. Η συζήτηση εδώ άγγιξε ακανθώδεις πλευρές του Κυπριακού προβλήματος και διατυπώθηκαν διάφορες, συχνά διιστάμενες απόψεις. Κοινή ωστόσο ήταν η διαπίστωση ότι οι Τουρκοκύπριοι είναι καιι εκείνοι θύματα της τουρκικής εισβολής και κατοχής, γεγονός που τροφοδοτεί σταθερά το αίτημα για μια συμμαχία βάσης μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων για την εξάλειψη των συνεπειών της κατοχής.

Σ' αυτή τη συγκυρία, σημαντικός θα μπορούσε να είναι ο  ρόλος των πνευματικών δημιουργών, μάλιστα σε μια περίοδο όπου το δυτικό πολιτισμικό μοντέλο φαίνεται να έχει εξαντλήσει τις δυνατότητές του. Είναι λοιπόν ζωτικής σημασίας οι πνευματικοί δημιουργοί να αναδείξουν εναλλακτικές λύσεις για τον αναπροσανατολισμό του ανθρώπινου πολιτισμού. Μια τέτοια αξιόπιστη λύση προσφέρει το ελληνικό πρότυπο, που αντιπροσωπεύει την αρχαιότερη και μακροβιότερη εκδοχή του μεσογειακού πολιτισμικού προτύπου, του οποίου αυθεντικοί φορείς είναι οι Κύπριοι συγγραφείς και καλλιτέχνες.

Με αφορμή το κλείσιμο της Έκθεσης, η Εταιρεία Κρητικών Σπουδών - Ίδρυμα Καψωμένου επιθυμεί να εκφράσει, για μια ακόμη φορά, δημόσια τις ευχαριστίες της στους συνδιοργανωτές και πρώτα απ' απ' όλα, στις Πολιτιστικές Υπηρεσίες Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού της Κυπριακής Δημοκρατίας, που χωρίς τη δική τους συνεργασία και οικονομική συμβολή δε θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί αυτή η διοργάνωση.

Θέλει ακόμη να ευχαριστήσει θερμά όλους τους παράγοντες που προσέφεραν αφιλοκερδώς την υλική ή πρακτική συνδρομή τους,  συμβάλλοντας ουσιαστικά στην επιτυχία της διοργάνωσης: την Περιφέρεια Κρήτης και τη Νομαρχία Χανίων, το Δήμο Μουσούρων, τους πολιτιστικούς συλλόγους, τους επιστημονικούς και άλλους φορείς και ιδιαίτερα τον Όμιλο Εταιρειών Λαυρεντιάδη, τον κ. Ελευθέριο Γείτονα, Γενικό Διευθυντή των Εκπαιδευτηρίων Γείτονα, τον κ. Λαοκράτη Βάσση, Διευθυντή της Εταιρείας Παιδείας και Πολιτισμού "Εντελέχεια",  τον Όμιλο Εταιρειών Λεπτός και το Πανεπιστήμιο "Νεάπολις" της Πάφου, το Θεατρικό Εργαστήρι του Πανεπιστημίου Κύπρου (ΘΕΠΑΚ), τους μουσικούς, τους τραγουδιστές, τους οργανοπαίχτες και τους χορευτές των παραδοσιακών, κυπριακών και κρητικών, συγκροτημάτων, οι οποίοι προσέφεραν αφιλοκερδώς ένα καλλιτεχνικό πρόγραμμα υψηλής ποιότητας, συμβάλλοντας ουσιαστικά στην επιτυχία της διοργάνωσης.  Σε μια εποχή όπου τείνει να κυριαρχήσει το ατομικό συμφέρον και η αποχή από τα κοινά, δικαίωσαν την καταστατική αρχή της Εταιρείας Κρητικών Σπουδών, να προωθήσει τη συλλογική δράση και την κοινωνική συνοχή.