Παρασκευή, Απρίλιος 19, 2024

[Γιορτή του Ριζίτικου, Ανατολ.Τάφρος, 27.08.19]

Θέλω, πρώτα απ’ απ’ όλα, να εκφράσω τη χαρά και την ικανοποίησή μου, που μια μακροχρόνια και επίπονη προσπάθεια ̶ στην οποία συνέβαλε σε κάποιο βαθμό και το Ίδρυμα Γεωργίου και Αρτεμισίας Καψωμένου ̶ έφτασε σε αίσιο τέλος και προσφέρει σήμερο γενναιόδωρα, σε όλο το κόσμο, τους πρώτους ώριμους καρπούς της. Πρόκειται για την πρωτοβουλία που ανέλαβαν οι γενναίοι άνθρωποι που θα καμαρώσομε απόψε, να ξεπεράσουν τις αντιθέσεις, τις προσωπικές ευαισθησίες και τις διαφωνίες τους σε ζητήματα ιερά γι’ αυτούς και απαραβίαστα, και να ενώσουν τις δυνάμεις τους (συλλόγους, ομάδες, συντροφιές του ριζίτικου τραγουδιού της Δυτικής Κρήτης) σε μια ομοσπονδία που θα προασπίσει αποτελεσματικότερα και θα διαφυλάξει το μείζον αγαθό, για το οποίο όλοι αγωνίζονται. Και ως αυθεντικοί φορείς της ελληνικής παράδοσης, επέλεξαν, όχι την εύκολη - εξωγενή- κοινοτοπία του «ανθρωποφάγου» ανταγωνισμού, μα το δύσκολο δρόμο, που είναι η σύζευξη και εναρμόνιση των αντιθέσεων, στη βάση της αναγνώρισης των τοπικών ιδιαιτεροτήτων. Είμαστε μάρτυρες της «φιλιάς» που έδεσε σήμερα εδώ· κι ευχόμαστε να είναι χιλιόχρονη σαν το ριζίτικο τραγούδι κι ακατάλυτη ωσάν τσι Γαλανές Μαδάρες. Και να την επαναβεβαιώνουμε κάθε χρόνο τέτοιον καιρό με τη Γιορτή του Ριζίτικου, που συνομολογούμε στην πρότασή τους να γίνει ετήσιος θεσμός.

Απόψε είναι η ώρα της πράξης, όχι της θεωρίας. Γι’ αυτό θα περιοριστώ στο ελάχιστο αναγκαίο. Θα προσπαθήσω με δυο λόγια να εξηγήσω γιατί πρέπει, σώνει και καλά, να διασώσουμε το ριζίτικο τραγούδι σε μια εποχή και σε μια κοινωνία τόσο αποξενωμένη από το πνεύμα και το ήθος του. Τί είναι αυτό το τόσο σπουδαίο που αντιπροσωπεύει το ριζίτικο τραγούδι και που το καθιστά μοναδικό και ανεκτίμητο θησαυρό του λαϊκού μας πολιτισμού;

Απαντώ: Κατ’ αρχήν, γιατί είναι το πιο δικό μας από τα δημιουργήματα της λαϊκής προφορικής παράδοσης. Η κοιτίδα του είναι τα χωριά της ρίζας, στην ημιορεινή και ορεινή ζώνη της Δυτικής Κρήτης. Ύστερα, γιατί αναφέρεται στα δικά μας μέρη, στα χωριά μας, στα τοπωνύμια, στ’ αγρίμια, τα πουλιά και τα δεντρά του τόπου μας. Και θαρρείς έχει απορροφήσει και μεταγράψει σε λόγο και σε μουσικούς φθόγγους το ύφος και το ήθος της άγριας φύσης, το μεγαλείο των κορυφών και το βάθος των φαραγγιών της Μαδάρας, τους αντίλαλους από τσι πέτρες που τσουροβολούν στα γκρεμνά, συνδέοντας και εξισορροπώντας με τρόπο μοναδικό, το φυσικό με το ανθρώπινο στοιχείο, τη φύση με τον πολιτισμό. - Κι ακόμη, γιατί αναφέρεται στο δικό μας κόσμο, στις μεγάλες «γενιές» και τους ξακουστούς αντρειωμένους της περιοχής μας, αρχόντους, καπετάνιους, βοσκούς και μεγαλοκουραδάρηδες, λεβέντες, χορευτές, γλεντιστάδες, περίφημες για την ομορφιά τους γυναίκες. Και το σπουδαιότερο, γιατί τα τραγούδια αυτά απαιτούν τη συμμετοχή όλης της κοινότητας, σε ένα τελετουργικό διάλογο ατόμου – συνόλου, όπου όλα τα μέλη έχουν τη δυνατότητα – και την εθιμική υποχρέωση – να πάρουν με τη σειρά τους το ρόλο του προεξάρχοντος του χορού (πρωτοτραγουδιστή). Ένας πολιτισμός συμμετοχικός, που δεν επιφυλάσσει στα μέλη του τον παθητικό ρόλο του θεατή-ακροατή, όπως στον «πολιτισμένο κόσμο». Και ως τέτοιος, δεν επιδέχεται επιρροές και προσμίξεις με τα αλλότρια διεθνή πολιτιστικά μοντέλα. Ώστε δεν είναι παράδοξο, που τα αμιγώς τοπικά τραγούδια δεν παρουσιάζουν εξωγενή στοιχεία· παραμένουν αυθεντική έκφραση του τοπικού λαϊκού πολιτισμού.

Τα γνωρίσματα που συνθέτουν τη μοναδικότητα του ριζίτικου τραγουδιού είναι το μέλος και η τελετουργική τάξη που διέπει την εκτέλεση των τραγουδιών της τάβλας και της στράτας. Τα δύο αυτά συστατικά και ο συγκεκριμένος συνδυασμός τους δε συναντώνται (ή δε διασώζονται) σε καμιά άλλη ελληνική περιοχή. Τα ποιητικό περιεχόμενο αλλάζει ανάλογα με το θέμα, το είδος, την κοινωνική λειτουργία που επιτελεί, την ιστορική συγκυρία που το τροφοδοτεί. Όμως, το μέλος και η τελετουργία παραμένουν αναλλοίωτα. Το πιο ενδιαφέρον σ’ αυτό το συνδυασμό είναι ότι το μέλος εμφανίζεται ως αυτοδύναμη αξία, όχι ως συνοδευτικό στοιχείο στην υπηρεσία του έμμετρου λόγου. Οι αναντιστοιχίες ανάμεσα στο μέλος και στο στίχο των τραγουδιών μαρτυρεί ότι η μελωδία δεν έχει συντεθεί για στιχουργήματα δημοτικού δεκαπεντασύλλαβου· οι σκοποί προϋπάρχουν των κειμένων και των βυζαντινής καταγωγής στιχουργικών σχημάτων. Όπως ξέρομε, κάθε νέο τραγούδι προσαρμόζεται σ’ ένα παλαιό σκοπό, εξομαλύνοντας τις αναντιστοιχίες με ποικίλα τεχνικά ευρήματα (αναφωνήσεις, αποστροφές, προσφήματα, παρέμβλητες επωδούς). Οι «σκοποί» (τα μέλη) είναι, λοιπόν, το σπουδαιότερο και πιο πολύτιμο στοιχείο, η «αξία» που η προφορική παράδοση διασώζει αναλλοίωτη. Και τα μέλη αυτά είναι κατά τεκμήριο αρχαιότερα του δημοτικού δεκαπεντασύλλαβου, δηλ. ανάγονται σε εποχή ασφαλώς προγενέστερη από το 10ο βυζαντινό αιώνα. Σε συνδυασμό με εσωτερικές ενδείξεις που θεωρούμε επαρκείς, τόσο το μέλος όσο και η τελετουργία αποτελούν ό,τι έχει απομείνει απ’ την αρχαία Δωρική Χορική ποίηση.

Και μ’ αυτή την προοπτική πρέπει ν’ αντιμετωπίζομε την εμμονή των σημερινών αυθεντικών φορέων της παράδοσης, που μέσα στις πιο αντίξοες συνθήκες, προσπαθούν να διασώσουν την πατροπαράδοτη τελετουργία και τον ορθό τρόπο εκτέλεσης των τραγουδιών από τις κάθε λογής στρεβλώσεις. Κι έτσι να κατανοήσομε καλύτερα πως δεν είναι διόλου αμελητέο τα χάσμα που χωρίζει τις εμβατηριακές ή παρεΐστικες διασκευές που κυκλοφορούν στην αγορά, έργο καλοπροαίρετων πλην ανύποπτων συνθετών και τραγουδιστών της αστικής διασκέδασης, από το Ριζίτικο τραγούδι της Δυτικής Κρήτης, τον τελευταίο «λώρο» που, στο πείσμα των καιρών, μας δένει ακόμη με τις αρχαίες μας ρίζες.

Αυτά πρώτα. Και κοντά σ’ αυτά, εκείνο που κάνει τα ριζίτικα τραγούδια πολύτιμα ως παιδευτικό αγαθό είναι ότι κρατούν ζωντανή στην κοινή συνείδηση τη διαχρονική μας ιστορία, από τα χρόνια του Βυζαντίου ώς τη Βενετοκρατία και την Τουρκοκρατία, και ως τις σύγχρονες ιστορικές περιπέτειες, τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο, τη Μάχη της Κρήτης, την Αντίσταση και τις εκτελέσεις των αμάχων, τον Κυπριακό Αγώνα 1955-1959 και την Τουρκική εισβολή στην Κύπρο, θέματα που τροφοδοτούν την τελευταία μεγάλη άνθιση του Ριζίτικου τραγουδιού. Η τελευταία αυτή παραγωγή, που συνδέεται με τις πρόσφατες ιστορικές περιπέτειες του Ελληνισμού, μαρτυρεί ότι το ριζίτικο τραγούδι δεν είναι μουσειακό είδος· συντηρείται και αναπαράγεται σε κάθε κρίσιμη ιστορική φάση, όπου ο λαός γίνεται πρωταγωνιστής της Ιστορίας.

Όπως είναι φανερό, έχομε να κάνομε με μια διαχρονική ποιητική παράδοση, που πάει – με βάση εσωτερικά τεκμήρια των τραγουδιών – σε βάθος μιας τουλάχιστον χιλιετίας. Κι αυτή η παράδοση δεν είναι μόνο που τεκμηριώνει την ιστορική συνέχεια, καθώς κρατά ζωντανή τη μνήμη μεγάλων ιστορικών στιγμών, που καθαγίασαν οι αγώνες και οι θυσίες των κοντινών και μακρινών παππούδων μας· είναι που συνθέτει παρόν, παρελθόν και μέλλον σε μια συνεπή εσωτερική ενότητα και μας καλεί να βγούμε από το τέλμα της σημερινής αλλοτρίωσης ̶ που φτάσαμε ν’ αναρωτιόμαστε τί γυρεύομε σ’ αυτό τον κόσμο! ̶ και να ταυτιστούμε με ένα συλλογικό ιστορικό υποκείμενο, που ενσαρκώνει ένα εμπράγματο και ιστορικά δικαιωμένο πρότυπο ζωής και αξιών, το οποίο δίνει νόημα, σκοπό και περιεχόμενο στην ύπαρξή μας.

Συνοψίζομε: Η μακροχρόνια, χωρίς διακοπή, καλλιέργεια του είδους στην ορεινή Δυτική Κρήτη διαμόρφωσε μια τέχνη συγκροτημένη, που ορίζεται από την εκφραστική αμεσότητα και μαζί την τεχνική ωριμότητα μιας κοινωνίας η οποία, ενώ διατηρεί τον οργανικό της σύνδεσμο με τη φύση και τις πρωτογενείς ζωικές αξίες, ταυτόχρονα διαθέτει τη συσσωρευμένη εμπειρία μιας αδιάσπαστης πολιτισμικής συνέχειας. Συνέπεια της μακράς αυτής παράδοσης είναι ένα διακριτικό γνώρισμα του ριζίτικου, ο μεγάλος αριθμός κι η ξεχωριστή θέση των γνωμικών τραγουδιών μέσα στην τελετουργική τάξη του γλεντιού. Το φαινόμενο δηλώνει μια κοινωνία με υψηλό δείκτη αυτοσυνειδησίας, η οποία δείχνει ξεχωριστή μέριμνα για την αναπαραγωγή των πολιτισμικών προτύπων που συνθέτουν την ιδιαίτερη ταυτότητά της, προβάλλοντας σε κάθε επίσημη περίσταση τους αξιακούς της κώδικες ως γνώμονα ζωής και συμπεριφοράς. Πίσω απ’ αυτούς τους κώδικες ανιχνεύονται μύθοι πανάρχαιοι, που ανάγονται στις αρχές της ελληνικής ιστορίας ή προϊστορίας. Οι μύθοι αυτοί συνδέονται με θεμελιώδεις, διαχρονικής ισχύος κώδικες του ελληνικού πολιτισμικού προτύπου. Οι πιο διαδεδομένοι απ’ αυτούς είναι: ο μύθος του Νόστου, που συναρτάται με τους κώδικες των πολιτισμών της εντοπιότητας· ο μύθος της Δρακοντοκτονίας, που συναρτάται με τον κώδικα του Ήρωα-προμάχου· ο μύθος της πάλης του αντρειωμένου με το Χάρο, που συναρτάται με τον κώδικα της «προμηθεϊκής ιδέας».

Ο μύθος του Νόστου, με ποιητικό αρχέτυπο την ομηρική Οδύσσεια, διασώζεται στη λαϊκή παράδοση με δυο κατηγορίες τραγουδιών πανελλήνιας διάδοσης, τις παραλογές, τραγούδια επικολυρικού και δραματικού χαρακτήρα (θεματικός κύκλος «ο Γυρισμός του ξενιτεμένου») και τα λυρικά τραγούδια «της ξενιτιάς», μια από τις μεγαλύτερες και πιο δημοφιλείς κατηγορίες του ελληνικού δημοτικού τραγουδιού. Στα τραγούδια της ξενιτιάς, ο ξενιτεμός δε βρίσκει καμιά δικαίωση· η κατάληξή του είναι είτε ο θάνατος στα ξένα είτε το ισοδύναμό του, ο παντοτινός χωρισμός. Στη σχετική λαϊκή μυθολογία η μόνη θετική διέξοδος είναι ο γυρισμός του ξενιτεμένου, που, ύστερα από μια διπλή δοκιμασία αναγνώρισης (αντίστοιχη προς την ομηρική), ο «ξένος» θα επανενταχθεί στον πάτριο χώρο και στην τοπική κοινότητα, με τη διαμεσολάβηση της γυναίκας, που αντιπροσωπεύει το διπλό σύνδεσμο του ξενιτεμένου με το γενέθλιο τόπο και με την οικογενειακή εστία.
Ο μύθος της Δρακοντοκτονίας, με μυθικό αρχέτυπο τους δρακοντοκτόνους ηλιακούς θεούς και ήρωες της αρχαίας μυθολογίας (κατεξοχήν, το μύθο του Απόλλωνα που σκοτώνει τον Πύθωνα) συνεχίζεται μέσα στη λαϊκή παράδοση με μια σειρά δρακοντοκτόνους ήρωες, που συναντούμε κυρίως (ή μόνο) στο ριζίτικο τραγούδι (θεματικοί κύκλοι «Πάλη του Διγενή ή του Γιάννη με το δράκο», «Το σκότωμα του θεριού») και με το πανελλήνιο θέμα «ο Άι-Γιώργης που σκοτώνει το δράκοντα», όπου τον αρχαίο θεό υποκαθιστά ο χριστιανικός άγιος, μέσα στο ενιαίο σύμπαν της προχριστιανικής λαϊκής μυθολογίας, που παραμένει αναλλοίωτη.
Ο μύθος της πάλης του αντρειωμένου με το Χάρο, με αρχέτυπο το μύθο του Προμηθέα όπως μορφοποιείται στην τραγωδία του Αισχύλου «Προμηθεύς Δεσμώτης» (αλλά και την πάλη του Ηρακλή με το Χάροντα στον αρχαίο μύθο της Άλκηστης), συνεχίζεται ακμαίος στα δημοτικά τραγούδια «Του Διγενή / του Λεβέντη /του Βοσκού και του Χάρου», θέματα πανελλήνιας διάδοσης, που στο ριζίτικο τραγούδι αναπτύσσονται σε παραλλαγές που δε συναντούνται σε άλλες ελληνικές περιοχές.

Στους μύθους αυτούς και στους αντίστοιχους κώδικες αναγνωρίζομε συστήματα σχέσεων που ορίζουν την κατεύθυνση και τον τύπο ενός πολιτισμικού συστήματος: Πρώτα, τη σχέση του ανθρώπου με τη φύση, μάλιστα τη γενέθλια γη (Νόστος), του ατόμου με την κοινωνία (Ήρωας-Πρόμαχος), του ανθρώπου με το θείο (Προμηθεϊκή ιδέα). Οι τρόποι που βιώνονται αυτές οι σχέσεις στους αντίστοιχους μύθους είναι ομόλογοι και συμβατοί μεταξύ τους και απαρτίζουν ως σύνολο μια πλήρη και συνεπή κοσμολογία: Ένα ενιαίο σύμπαν, όπου η ταυτότητα και αυτοσυνειδησία του ανθρώπου ορίζεται από τη σχέση του με τη γενέθλια γη, τη φύση και την τοπική κοινότητα· που σημαίνει ότι ο πατριωτισμός δεν είναι ιδεολογία (για να την αλλάξομε), αλλά υπαρξιακό βίωμα, διακριτικό πολιτισμικού προσανατολισμού («πολιτισμοί της εντοπιότητας»). Από το βίωμα αυτό απορρέει η σχέση ατόμου – κοινωνίας όπως εκφράζεται στον τύπο του Ήρωα-Προμάχου, που είναι έτοιμος να θυσιαστεί κάθε στιγμή για να ζήσουν οι άλλοι, όχι να θυσιάσει τους άλλους για να ζήσει αυτός. Χαρακτηριστικός των πολιτισμών της εντοπιότητας, ο Ήρωας–Πρόμαχος καταχτά τη συλλογική αναγνώριση ευεργετώντας την κοινότητα. Πρόκειται για ένα πολιτισμικό πρότυπο που βασίζεται όχι στην κάθετη ιεραρχία αλλά στην οριζόντια δομική συγκρότηση· που υπερασπίζεται την ακεραιότητα και αξιοπρέπεια του ανθρώπου απέναντι σε κάθε εξουσία, ακόμη και απέναντι στον ίδιο το θεό. Δεν αρνείται την ύπαρξη του θεού ούτε την υπέρβαση του θαύματος, αλλά διεκδικεί σχέσεις ισοτιμίας, αρνούμενος ν’ αποδεχτεί τη θνητή του μοίρα («Του Αντρειωμένου και του Χάρου»)· και δε διστάζει να αμφισβητήσει τη θεία δικαιοσύνη και νά ’ρθει σε ρήξη με το “θείο”, για να υπηρετήσει τους ανθρώπους. Αυτό δεν κάνει στο περίφημο και μοναδικό ριζίτικο τραγούδι: «Νά ’χεν η γης πατήματα..»; Εκφράζει τον πόθο του ανθρώπου να υποκαταστήσει το θεό, για να διορθώσει τα λάθη του: «Το χιόν’ να ρίξει στα βουνά και το νερό στσι κάμπους / τ’ ασήμι και το μάλαμα εις του φτωχού την πόρτα». Ακριβώς όπως ο αρχετυπικός Ήρωας του ανθρώπινου γένους, ο Προμηθέας της ελληνικής μυθολογίας.

Όπως είναι πενταφάνερο, οι αξίες που συνθέτουν το πολιτισμικό πρότυπο του Ριζίτικου τραγουδιού είναι αξίες οικουμενικές, πανανθρώπινες· κι έχουν ένα ρόλο να παίξουν, σε μια εποχή όπου το κυρίαρχο διεθνώς σύστημα έχει βυθιστεί σε δεινή κρίση. Έχουν, λοιπόν, ωριμάσει οι συνθήκες περισσότερο παρά ποτέ, για να επιδιώξομε την επίσημη αναγνώριση της οικουμενικότητάς του, καταθέτοντας πρόταση στην UNESCO, να ανακηρυχθεί σε Μνημείο Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς.