Πέμπτη, Απρίλιος 18, 2024

Αφιέρωμα στην Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης

[1] Ένα από τα διακριτικά της ποιητικής τέχνης του Καβάφη είναι ότι εφαρμόζει στην ποίηση τεχνικές του αφηγηματικού πεζού λόγου. Μια απ’ αυτές τις τεχνικές είναι η «υποδειγματική αφήγηση», η οποία συνιστά βασικό εργαλείο της συμβολικής γλώσσας του Καβάφη [2]. Η τεχνική αυτή συμπυκνώνει σε μια ενιαία διατύπωση πολλές ομόλογες περιπτώσεις τυπικής ανθρώπινης συμπεριφοράς, με τρόπο που αυτή η συμπεριφορά, μέσα από τις επάλληλες διαστρωματώσεις, να επιβάλλεται ως τυπικό παράδειγμα προς μίμηση ή προς αποφυγή. Το σχήμα πρότυπο vs μίμηση εμπεριέχει μια υποδήλωση, ότι το ιστορικό παρελθόν καθορίζει το περιεχόμενο και τις αξίες του παρόντος. Παραδείγματα προς αποφυγή προσφέρουν, λ.χ., τα ποιήματα “Η Σατραπεία” (Α16, 1910) και “Περιμένοντας τους βαρβάρους” (Α107, 1904)∙ παραδείγματα προς μίμηση τα ποιήματα “Θερμοπύλες” (Α103, 1903) και “Ιθάκη” (Α23-24, 1910). Η υποδειγματική αφήγηση τροφοδοτείται από το παραδοσιακό ιστορικό βίωμα που διακρίνει την παραδοσιακή ελληνική κουλτούρα, ως έκφραση της συλλογικής βούλησης για συνέχεια του ελληνισμού. Έτσι γίνεται κατανοητή η πλατιά αξιοποίηση αυτής της τεχνικής τόσο από τους πεζογράφους όσο και από τους ποιητές μας. Ένα καλό παράδειγμα μας δίνει το καβαφικό ποίημα «Θερμοπύλες».

Τιμή σ’ εκείνους όπου στην ζωή των
όρισαν και φυλάγουν Θερμοπύλες.
Ποτέ από το χρέος μη κινούντες∙
δίκαιοι κι ίσιοι σ’ όλες των τες πράξεις,
αλλά με λύπη κιόλας κι ευσπλαχνία∙

γενναίοι οσάκις είναι πλούσιοι, κι όταν
είναι πτωχοί, πάλ’ εις μικρόν γενναίοι,
πάλι συντρέχοντες όσο μπορούνε∙
πάντοτε την αλήθεια ομιλούντες,
πλην χωρίς μίσος για τους ψευδομένους.

Και περισσότερη τιμή τους πρέπει
όταν προβλέπουν (και πολλοί προβλέπουν)
πως ο Εφιάλτης θα φανεί στο τέλος,
κι οι Μήδοι επί τέλους θα διαβούνε
.

(1903, Α103)

Το ποίημα αρχίζει με μια ονοματική πρόταση, επιφωνηματικού χαρακτήρα, που έχει το ψυχολογικό υποκείμενο στην αρχή: «Τιμή σ’ εκείνους…». Η φόρμα αυτή δίνει τη μεγαλύτερη δυνατή έμφαση στην «εστιακή» έννοια, με την οποία αρχίζει (στ. 1-2) και τελειώνει (στ.11-14) το ποίημα∙ και που είναι η αναγνώριση και απόδοση τιμής σε όσους ενσαρκώνουν με τη ζωή τους ένα συγκεκριμένο ανθρώπινο ιδεώδες.

Το ιδεώδες αυτό έχει ως αρχετυπικό σημείο αναφοράς τη μάχη των Θερμοπυλών κατά τους Μηδικούς πολέμους (480 π.Χ.). Η πράξη εθελούσιας θυσίας των τριακοσίων Σπαρτιατών και των επτακοσίων Θεσπιέων στο όνομα των αξιών του ελληνικού πολιτισμού έχει καθιερωθεί ως ιστορικό σύμβολο ήδη από την αρχαιότητα. Όμως, το ποίημα δεν έχει στόχο την (ανα)σημασιοδότηση του ιστορικού γεγονός. Όπως θα φανεί στη συνέχεια, ο ποιητής παίρνει ως αφετηρία δύο χαρακτηριστικά στοιχεία της ιστορικής πράξης, για να στηρίξει σ’ αυτά ένα πρωτότυπο και ευρύτερο συμβολισμό, που δεν περιορίζεται στο ηρωικό πρότυπο του πολεμιστή, που θυσιάζεται υπερασπίζοντας την πατρίδα και την ελευθερία ενάντια στον ξένο εισβολέα∙ προεκτείνει το ηρωικό πρότυπο σ’ όλες τις εκφάνσεις της ζωής, διατηρώντας μια χαλαρή αναλογία προς το ιστορικό αρχέτυπο, αναλογία που παραμένει ωστόσο μέτρο αξιολόγησης και κριτήριο σημασιοδότησης για όλο το φάσμα των συμπεριφορών που περιλαμβάνει αυτή η διεύρυνση. Ο ποιητής εφαρμόζει εδώ μια τεχνική του αφηγηματικού λόγου, την “υποδειγματική αφήγηση”, η οποία συνιστά ένα από τα βασικά εργαλεία της συμβολικής γλώσσας του Καβάφη. Η τεχνική αυτή συμπυκνώνει σε μια ενιαία διατύπωση πολλές ομόλογες περιπτώσεις ανθρώπινης συμπεριφοράς, με τρόπο που αυτή η συμπεριφορά, μέσα από τις επάλληλες διαστρωματώσεις, να επιβάλλεται ως τυπικό παράδειγμα προς μίμηση ή προς αποφυγή.

Στις «Θερμοπύλες», η διεύρυνση του συμβολικού πεδίου βασίζεται, όπως είπαμε, σε δύο στοιχεία. Το ένα είναι η ελεύθερη επιλογή να υπερασπίζεσαι αξίες, χωρίς να λογαριάζεις συσχετισμούς δυνάμεων και πιθανότητες επιτυχίας. Το «όρισαν να φυλάγουν» παραπέμπει στην ελεύθερη επιλογή∙ το «Θερμοπύλες» παραπέμπει αφενός στο αμυντικό (όχι επιθετικό) ήθος∙ και αφετέρου σε αρνητικούς αντικειμενικούς όρους (άνιση αναμέτρηση), που δεν παρέχουν καμιά εγγύηση επιτυχίας. Το δεύτερο στοιχείο που προμηθεύει το ιστορικό αρχέτυπο στο συμβολισμό του ποιήματος είναι η προέκταση αυτής της λογικής ως τις έσχατες συνέπειές της: τη συνειδητή θυσία της ζωής, που βασίζεται στην επίγνωση ότι ο αγώνας, στο πρακτικό επίπεδο, είναι εξ αρχής χαμένος [:«όταν προβλέπουν (και πολλοί προβλέπουν)/ πως ο Εφιάλτης θα φανεί…/κι οι Μήδοι επί τέλους θα διαβούνε»]. Θα επανέλθομε σ’ αυτό.

Αλλά πρώτα είναι ανάγκη να εξετάσομε πώς λειτουργεί και τί περιλαμβάνει η διεύρυνση του ιστορικού υποδείγματος των Θερμοπυλών, που επιχειρείται στους στίχους 3-10 του ποιήματος. Θα επισημάνομε πρώτα την ενδιαφέρουσα συντακτική ιδιομορφία που ορίζει αυτούς τους 8 στίχους ως ενότητα. Παρόλο που χωρίζεται από την πρώτη κύρια (ονοματική) πρόταση με τελεία, διατηρεί μια φόρμα άμεσης εξάρτησης από το «ψυχολογικό υποκείμενο» της πρότασης (που είναι «εκείνοι που όρισαν να φυλάγουν Θερμοπύλες»). Η φόρμα αυτή είναι ένας πολυμελής κατηγορηματικός προσδιορισμός, αποτελούμενος από 5 σύνθετα μέλη σε ασύνδετη παράταξη:

 [σ’ εκείνους όπου… όρισαν να φυλάγουν…]

Ποτέ από το χρέος μη κινούντες
δίκαιοι κι ίσιοι σ’ όλες των τες πράξεις,
αλλά με λύπη κιόλας κι ευσπλαχνία∙
γενναίοι οσάκις είναι πλούσιοι, κι όταν
είναι πτωχοί, πάλ’ εις μικρόν γενναίοι,
πάλι συντρέχοντες όσο μπορούνε∙
πάντοτε την αλήθεια ομιλούντες,
πλην χωρίς μίσος για τους ψευδομένους.

Σ’ αυτούς τους κατηγορηματικούς προσδιορισμούς εντοπίζεται η διεύρυνση του συμβολισμού σε κατευθύνσεις που κατ΄ αρχήν δε φαίνεται να απορρέουν από το ιστορικό υπόδειγμα. Η «μετάβαση» πραγματοποιείται με το στ. 3 («Ποτέ από το χρέος μη κινούντες»), που ανταποκρίνεται στο ιστορικό αρχέτυπο, δηλ. στις πάγιες αρχές και το ήθος του Σπαρτιάτη πολεμιστή, αλλά ταυτόχρονα περιλαμβάνει, με το «ποτέ», την προϋπόθεση για μια καθολίκευση του υποδείγματος. Από κει και κάτω, κάθε προσδιορισμός αποτελεί και μια προσθήκη, που σίγουρα δεν περιλαμβάνεται στο συμβολικό περιεχόμενο του ιστορικού υποδείγματος, χωρίς όμως και να αντιτίθεται σ’ αυτό. Εκείνο που αξίζει να απασχολήσει το μελετητή, ως στοιχείο συστατικό της ερμηνείας, είναι γιατί, με ποιο σκοπό ο Καβάφης παίρνει την ελευθερία να παραβιάσει σε τέτοιο βαθμό την αρχή της αναλογίας στην οποία βασίζεται η λειτουργικότητα της υποδειγματικής αφήγησης. Ας μελετήσομε αυτές τις παραβιάσεις, για να δούμε αν έχουν ένα κοινό παρονομαστή που αιτιολογεί και δικαιώνει την τόλμη του εγχειρήματος. Ο κοινός παρονομαστής είναι ηθικές ιδιότητες που ορίζουν το πρότυπο όχι του πολεμιστή, που θα ταίριαζε στο ιστορικό αρχέτυπο, αλλά του πολίτη και του ανθρώπου: δίκαιος, τίμιος, γενναιόδωρος, με αλληλεγγύη, με φιλαλήθεια. Οι ιδιότητες αυτές, έτσι γενικά διατυπωμένες, θα φάνταζαν ως ένα κοινότοπο και άχρωμο ανθρωπιστικό κήρυγμα, αν δεν συνοδεύονταν, μία προς μία, από επεξηγηματικές εξειδικεύσεις. Αν μελετήσομε προσεκτικά αυτές τις εξειδικεύσεις, θα δούμε να αναδύεται ένα πολύ συγκεκριμένο πολιτισμικό πρότυπο, που αναιρεί την εντύπωση της γενικόλογης ηθικολογίας.

Το «δίκαιοι κι ίσιοι σ’ όλες των τες πράξεις» εμπεριέχει δύο σημασιακές παραμέτρους: η μία είναι η εσωτερική συνέπεια και ακεραιότητα του χαρακτήρα, χωρίς εξαιρέσεις και εκπτώσεις (υποκειμενική προοπτική)∙ η άλλη είναι η συμπεριφορά προς τους άλλους (αντικειμενική προοπτική), στην οποία το ποίημα δίνει ίσο μερτικό, αφιερώνοντάς της χωριστό στίχο: «αλλά με λύπη κιόλας κι ευσπλαχνία». Αυτό το «αλλά – κιόλας» εισάγει ως αναγκαίο όρο του προτύπου δικαιοσύνης και ακεραιότητας τον τρόπο που το υποκείμενο αντιμετωπίζει και αποτιμά τους άλλους. Ο όρος αυτός, που προβάλλεται με την έμφαση του σχήματος «εν διά δυοίν» («λύπη κι ευσπλαχνία»), είναι η αρχή της επιείκειας: για τον εαυτό σου πρέπει να είσαι ασυμβίβαστα ακέραιος, αλλά για τους άλλους να δείχνεις κατανόηση στις αδυναμίες τους και «ευσπλαχνία». Ο αντιθετικός σύνδεσμος με τον οποίο εισάγεται αυτός ο όρος εμπεριέχει μια έμμεση αντιδιαστολή προς κάποιο άλλο, γνωστό πρότυπο, με το οποίο δε θα έπρεπε να γίνει σύγχυση (γι’ αυτό και η διευκρίνιση). Ποιο είναι αυτό το πρότυπο; Λογικά, αυτό που δεν έχει λύπη κι ευσπλαχνία, που εφαρμόζει τη δικαιοσύνη με τρόπο αδυσώπητο και αμείλικτο, χωρίς να λαμβάνει υπόψη την ανθρώπινη φύση. Σ’ αυτή την άτεγκτη και ανάλγητη «δικαιοσύνη» αναγνωρίζομε το δυτικό (προτεσταντικό και αποικιοκρατικό) πρότυπο, τον κατά παράδοση αντίπαλο της ελληνονορθόδοξης αντίληψης του δικαίου. Κατά την ελληνική αντίληψη, αυτό το είδος δικαίου είναι άδικο, είναι προσχηματική, συγκεκαλυμμένη ανθρωποφαγία.

Ο δεύτερος κατηγορηματικός προσδιορισμός (γενναίοι) επιμερίζεται επίσης, σε δύο συμπληρωματικά σκέλη:

 γενναίοι οσάκις είναι πλούσιοι, κι όταν
είναι πτωχοί, πάλ’ εις μικρόν γενναίοι.

Μια προκαταρκτική παρατήρηση: η κυριολεξία (το «πυρηνικό σήμα», όπως λέμε) της έννοιας «γενναίοι», παραπέμπει στο ιστορικό πρότυπο της πολεμικής αρετής, ανακαλώντας το θαμιστικό χαρακτήρα της «υποδειγματικής αφήγησης». Όμως το «συμφραστικό σήμα» της λέξης (το οποίο ορίζεται από τα συμφραζόμενα) παραπέμπει στην έννοια της γενναιοδωρίας, όχι της γενναιότητας (που ενυπάρχει ήδη στην περίφραση «όρισαν να φυλάγουν Θερμοπύλες»). ‘Οσο για τη διμελή φόρμα, που αποδίδει, αναλογικά, την ίδια αρετή σε πλούσιους και φτωχούς, αποτελεί επίσης μια έμμεση απάντηση σ’ ένα αριστοκρατικό ή ολιγαρχικό ιδεώδες, που δεν αναγνωρίζει αρετές παρά μόνο στις ανώτερες κοινωνικές τάξεις. Η απάντηση αυτή αντιπροσωπεύει με ακρίβεια το τοπικό πολιτισμικό πρότυπο, όπου το ανθρώπινο ιδεώδες είναι ενιαίο και δεν επιδέχεται ταξικούς διαχωρισμούς. Χαρακτηριστική πάνω σ’ αυτό είναι μια λαϊκή έκφραση, που συνδέεται με την κοινή αρετή της γενναιόδωρης φιλοξενίας: «με τα χείλη που έχομε σας φιλούμε». Αυτή η έκφραση λέει, με τη γλώσσα της μεταφοράς, ότι, αυτονόητα, «προσφέρομε, με όλη μας την αγάπη, το μέγιστο που μπορούμε» («το μέγιστο που μπορούνε» είναι η σωστή ερμηνεία της κακόζηλης έκφρασης «εις μικρόν γενναίοι»). Ο στίχος που ακολουθεί, «πάλι συντρέχοντες όσο μπορούνε» μοιάζει να λέει το ίδιο πράγμα, αλλά στην ουσία συνιστά μια μικρή μετατόπιση από την αρχή της γενναιοδωρίας στην αρχή της κοινωνικής αλληλεγγύης. Η κοινωνική αλληλεγγύη, θεμέλιο της κοινωνικής συνοχής στις παραδοσιακές ελληνικές κοινωνίες, αποτελεί κι αυτή ένα από τα διακριτικά στοιχεία του τοπικού πολιτισμικού προτύπου, που είναι οριζόντια συμμετοχικό και όχι κάθετα ιεραρχικό.

Ο τελευταίος κατηγορηματικός προσδιορισμός (στ. 9-10) αναπαράγει, για δεύτερη φορά, την ίδια συντακτική φόρμα και μαζί τους αξιακούς όρους που συναντήσαμε και σχολιάσαμε παραπάνω (στ. 4-5):

[ δίκαιοι κι ίσιοι σ’ όλες των τες πράξεις, αλλά με λύπη κιόλας κι ευσπλαχνία ]
πάντοτε την αλήθεια ομιλούντες, πλην χωρίς μίσος για τους ψευδομένους.

Είναι εντυπωσιακή η εμμονή σ’ αυτό το σχήμα, που επαναφέρει, ως κριτήριο γνησιότητας του αξιακού προτύπου, την παραδοσιακή αρχή της επιείκειας. Η εμμονή αυτή υποσημαίνει, εν τέλει, πολύ περισσότερα∙ πρώτα απ’ όλα, την προσπάθεια του «αφηγητή» να οριοθετήσει με ακρίβεια ένα πολιτισμικό πρότυπο σε σχέση με άλλα, φαινομενικά συγγενή. Υπάρχει εδώ μια αφανής «εσωτερική διαλογοποίηση», μια τεχνική που θα βρει την πλήρη ανάπτυξή της στην ώριμη ποίηση του Καβάφη. Ο «αφηγητής» διαλέγεται με γνωστές ή τρέχουσες αντιλήψεις, τις οποίες συνυπολογίζει αναπτύσσοντας τις θέσεις του και από τις οποίες σπεύδει προληπτικά να πάρει τις αναγκαίες αποστάσεις, αντιπαραθέτοντας το δικό του λόγο στον − αφανή αλλά υπαρκτό στη σκέψη του αναγνώστη − «λόγο του άλλου».[2] Μια ουσιώδης πλευρά αυτής της αντιδιαστολής είναι ότι το πολιτισμικό πρότυπο που αναπτύσσει ο αφηγητής αναθέτει όλη την ευθύνη στη συνείδηση του υποκειμένου (σ’ όλες των τες πράξεις / πάντοτε), χωρίς να την εξαρτά από εξωτερικούς παράγοντες, από την ενδεχομένως αντίθετη συμπεριφορά των άλλων ή των πολλών. Εδώ έχομε μια σημαίνουσα συν[υπο]δήλωση, την αναγνώριση της συνύπαρξης των αντιθέτων, καθώς στη διατύπωση «χωρίς μίσος για τους ψευδομένους» ενυπάρχει η βεβαιότητα ότι το κοινωνικό περιβάλλον του φιλαλήθους και ειλικρινούς εμπεριέχει και την ευθέως αντίθετη στάση και συμπεριφορά (η αρχή της συνύπαρξης των αντιθέτων αποτελεί θεμελιώδες αξίωμα του ελληνικού πολιτισμικού προτύπου).[3] Το «πλην χωρίς μίσος…» δηλώνει, πρώτα απ’ όλα την απόρριψη της μισαλλοδοξίας, κατά συνέπεια, την αναγνώριση και την ανοχή του διαφορετικού. Όχι απλώς την ανοχή, αλλά την κατανόηση της ανθρώπινης αδυναμίας και την επιεική κρίση. Κι αυτό το τελευταίο, αυτό το «πλήν χωρίς…» είναι το κριτήριο της γνησιότητας, το διακριτικό του πολιτισμικού προτύπου των «Θερμοπυλών» του Καβάφη.

Η έκθεση και προβολή αυτού του προτύπου ολοκληρώνεται στην κατακλείδα του ποιήματος (στ. 11-14):

Και περισσότερη τιμή τους πρέπει
όταν προβλέπουν (και πολλοί προβλέπουν)
πως ο Εφιάλτης θα φανεί στο τέλος,
κι οι Μήδοι επί τέλους θα διαβούνε
.

Η εισαγωγική φράση «Και περισσότερη τιμή τους πρέπει» δηλώνει την κορύφωση στην κλίμακα των αξιών, που είναι η πράξη της εθελούσιας θυσίας. Υπάρχει μια αξιοθαύμαστη εσωτερική συνέπεια στην κλιμάκωση των αξιών που συγκροτεί το πολιτισμικό αυτό πρότυπο. Μετά το «αλλά με λύπη κιόλας κι ευσπλαχνία», ακολουθεί το «πλην χωρίς μίσος για τους ψευδομένους» και μετά απ’ αυτό το «(πολλοί προβλέπουν) πως ο Εφιάλτης θα φανεί…κι οι Μήδοι επί τέλους θα διαβούνε». Εδώ έχομε, φανερά, κάτι παραπάνω από την αναγνώριση, την ανοχή και την επιείκεια προς το διαφορετικό ή το αντίθετο. Έχομε τη συνείδηση ότι η παρουσία και ο ρόλος του «αντιθέτου», στο σεβασμό του οποίου έχει δοθεί τόση έμφαση, μπορεί να είναι καταστρεπτικός, όπως στο ιστορικό αρχέτυπο ο ρόλος του Εφιάλτη. Κι αυτό είναι το τελικό κριτήριο του αξιακού προτύπου. Δεν συνεπάγεται καμιά αναθεώρηση στην ιεράρχηση των αξιών ούτε στη στάση του υποκειμένου. Το «χωρίς μίσος», το «με λύπη κι ευσπλαχνία» παραμένουν ανεπηρέαστα. Σημασία δεν έχει τί κάνουν οι «Εφιάλτες», σημασία έχει τί κάνω εγώ. Ολόκληρη η ευθύνη ανατίθεται στο υποκείμενο. Και ανατίθεται ακριβώς υπό τις δυσμενέστερες συνθήκες και με τους πιο ακραίους όρους: όταν το υποκείμενο δεν έχει καμιά ελπίδα επιτυχίας, όταν, με την εμφάνιση του μοιραίου «Εφιάλτη», το αδιέξοδο είναι πλήρες και η θυσία του πρακτικά ανώφελη («οι Μήδοι… θα διαβούνε»).

Με ένα χρησιμοθηρικό κριτήριο, η εμμονή του υποκειμένου στο αξιακό πρότυπο και η συνεπόμενη θυσία του δεν θα είχε κανένα νόημα. Μάλιστα, έρχεται σε πλήρη αντίθεση με το θεμελιώδες ένστικτο της αυτοσυντήρησης. Τί έχει, λοιπόν, να υπερασπιστεί αν όχι την πιθανότητα της νίκης και της επιτυχίας, το ατομικό συμφέρον, τη ζωή του, την ευτυχία του; Με τους συγκεκριμένους όρους, εκείνο που μένει να υπερασπιστεί είναι ασφαλώς πέρα απ’ όλα αυτά, πέρα από την ίδια την ατομική του επιβίωση. Κι ωστόσο πρέπει να είναι κάτι πολύ δικό του, να είναι ταυτισμένο με την ύπαρξη του, σε βαθμό που να μη μπορεί να διαχωριστεί απ’ αυτό. Άρα, εκείνο που μένει είναι ό,τι συνιστά την ανθρωπιά του, την ανθρώπινή του ιδιότητα. Αυτή η ιδιότητα είναι πράγματι κάτι που δεν είναι δυνατό και νοητό ν’ αποχωριστεί, είναι η ίδια η πεμπτουσία της υπόστασής του. Χωρίς αυτήν δεν είναι άνθρωπος και η ζωή του δεν είναι ανθρώπινη∙ συνεπώς, είναι ανάξια να τη ζει κανείς. Θυσιάζοντας λοιπόν τη ζωή του διασώζει το ανθρώπινό του πρόσωπο, μια αξία απείρως σημαντικότερη από την ατομική επιβίωση, γιατί έχει ως σημείο αναφοράς ό,τι συνιστά την αξία άνθρωπος∙ και μ’ αυτή την έννοια, δικαιώνει την ύπαρξη του ανθρώπινου γένους. Αυτή είναι η ελληνική αντίληψη του προσώπου, κορυφαία έκφραση του ελληνικού πολιτισμικού προτύπου από την κλασική αρχαιότητα, συμβολοποιημένη στο ιστορικό πρότυπο της θυσίας των Θερμοπυλών. Ιδού πώς διατυπώνεται η αντίληψη του προσώπου, λίγους μήνες μετά τη μάχη των Θερμοπυλών, στον όρκο των Αθηναίων εν όψει της μεγάλης και ολοκληρωτικής μάχης των Πλαταιών (479 π.Χ.):

«Μαχοῦμαι ἓως ἄν ζῶ, καὶ οὐ περί πλέονος ποιήσομαι τὸ ζῆν ἢ τὸ ἐλεύθερος εἶναι»

{= Θα μάχομαι όσο θα είμαι ζωντανός και δε θα βάλω παραπάνω τη ζωή μου από την ελευθερία μου}.

Την ίδια αντίληψη θα τη βρούμε συγκροτημένη εικοσιτρείς αιώνες αργότερα, στο κλέφτικο τραγούδι − και μάλιστα, με εντυπωσιακά ανάλογες διατυπώσεις: «όσο ’ν’ ο Λιάκος [/Τσέλιος/Γρίβας/Γκούρας/Χρίστος] ζωντανός Τούρκο δεν προσκυνάει» [4] – ως έκφραση του συλλογικού βιώματος που ονομάσαμε «νεοελληνική αντίληψη του προσώπου», αντίληψη που σημαδεύει τη μετάβαση από τη μεταβυζαντινή στη νεοελληνική πολιτισμική φάση. Και στη συνέχεια θα τη βρούμε ως σύνθημα εξέγερσης στα μπαϊράκια της Επανάστασης του 1821 (Λευτεριά ή Θάνατος), να οδηγεί τους αναλφάβητους ραγιάδες στην ολοκληρωτική αναμέτρηση με τον κατακτητή και σε μια κυριολεκτική «παλιγγενεσία». Θα τη βρούμε και στη νεοελληνική προσωπική ποίηση, πρώτη φορά διατυπωμένη στους Ελεύθερους Πολιορκημένους του Σολωμού, ο οποίος συνειδητά καθιστά αυτή την παράδοση θεμέλιο της νεοελληνικής «ανθρωπολογίας» και ιδεολογίας.[5]

   Εξίσου συνειδητά ο Καβάφης αξιοποιεί το ιστορικό αρχέτυπο των Θερμοπυλών, για να διευρύνει αυτό το ιδεώδες, πέρα από την ιστορική του σύνδεση με την πολεμική αρετή των Ελλήνων, σε όλες τις εκφάνσεις της ανθρώπινης, ατομικής και συλλογικής, ιδιωτικής και δημόσιας ζωής. Κάθε άνθρωπος, ακόμη και στην πιο καθημερινή έκφραση της ζωής του, μπορεί «να φυλάει Θερμοπύλες», να υπερασπίζεται αξίες και να θυσιάζεται αθόρυβα γι’ αυτές. Γιατί η αξία της θυσίας δε βρίσκεται στη δημόσια αναγνώριση και στη διαχρονική ιστορική δόξα. Βρίσκεται πρώτα απ’ όλα στην εσωτερική ικανοποίηση του ανθρώπου ότι δικαίωσε την ύπαρξή του, την ανθρώπινή του ιδιότητα. Αυτή την καθολίκευση της αντίληψης του προσώπου την οφείλομε στον Καβάφη∙ την οφείλομε στο μετασχηματισμό που πραγματοποίησε με τη «μαγική» φράση «Τιμή σ’ εκείνους όπου στην ζωή των / όρισαν και φυλάγουν Θερμοπύλες». Μ’ αυτή τη φράση, μέσω της τεχνικής της υποδειγματικής αφήγησης, προσγείωσε το υψηλό παράδειγμα των Τριακοσίων του Λεωνίδα στο στίβο της καθημερινής ζωής και το κατέστησε κοινό ιδεώδες, υλοποιήσιμο από τον καθένα μας. Μ’ αυτή την προοπτική, οι «Θερμοπύλες» αποτελούν μια «Σύνοψη» της ελληνικής πολιτισμικής ταυτότητας, στην καβαφική εκδοχή της.

 


[1]  Για την υποδειγματική αφήγηση βλ. E.Γ. Καψωμένος, Αφηγηματολογία. Θεωρία και μέθοδοι ανάλυσης της αφηγηματικής πεζογραφίας, Αθήνα, Πατάκης, 2003: 136-147, Του ίδιου, «Το ιστορικό βίωμα στην κυπριακή λογοτεχνία», Οι Τέχνες και τα Γράμματα στην Κύπρο, Χανιά 2012:186-191· και αναλυτικότερα, Suzan Suleiman, “Le récit exemplaire”, περ. Poétique 32 (nov. 1977): 468-489.

[2] Βλ. M. Bakhtine, Esthétique et théorie du roman, Paris,Gallimard, 1978: 87-151, 157-182. Μιχ. Μπαχτίν, Προβλήματα λογοτεχνίας και αισθητικής, Αθήνα, Πλέθρον, 1980, 1995: 113-196, 203-238. Tzv Todorov, Mikhaïl Bakhtine Le principe dialogique (suivi de:) Ecrits du Cercle de Bakhtine, Paris, Seuil, 1982 (περισσότερα ε.πρκ., στην ανάλυση του ποιήματος «Ας φρόντιζαν»).

[3] Ε.Γ.Καψωμένος, «Η αρχή της συνύπαρξης των αντιθέτων. Ένας αισθητικός και πολιτισμικός κώδικας στη νεοελληνική λογοτεχνία (από το 17ο στον 20όν αιώνα)», Πρακτικά του Γ΄ Ευρωπαϊκού Συνεδρίου Νεοελληνικών Σπουδών “Ο ελληνικός κόσμος ανάμεσα στην εποχή του Διαφωτισμού και στον εικοστό αιώνα”, Επιμ.Κ.Α. Δημάδης, Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, τ. Β΄, 2007: 23-36. Του ίδιου, Αναζητώντας το χαμένο ευρωπαϊκό πολιτισμό. Νεοελληνική ποίηση και πολιτισμική παράδοση, Αθήνα, Πατάκης 2002, 22003: 38, 144, 165-170, 192-199.

[4] Ε.Γ.Καψωμένος, Δημοτικό τραγούδι. Μια διαφορετική προσέγγιση, Αθήνα, Πατάκης, 1996 (α' έκδ. Αρσενίδης, 1990, γ΄έκδ. 2008): 191-205, 301-312. E.G.Kapsomenos, «La révolution primitive dans la chanson populaire grecque. Le cas de la chanson klephtique. Une approche socio-sémiotique», Revue des Études Néo-helléniques (Paris, 1993) II/l-2 (parue: 1995): 39-88 (έχουν καταγραφεί 26 κλέφτικα τραγούδια με διαφορετικούς ήρωες, τόπους και χρόνους, αλλά με την ίδια ή ταυτόσημη διατύπωση).

[5] «Καλή 'ναι η μαύρη πέτρα σου». Ερμηνευτικά κλειδιά στο Σολωμό, Αθήνα, Βιβλιοπωλείο της Εστίας, Ι.Δ. Κολλάρος, 1992: 115-152.