Πέμπτη, Απρίλιος 18, 2024

H ανίχνευση των αξιακών κωδίκων προσφέρει ένα “κλειδί” για την κατανόηση και ερμηνεία ενός έργου, καθώς οι αξιακοί κώδικες εξειδικεύουν σε συστήματα αξιών το σημασιακό σύμπαν, δηλ. το ιδεολογικό και κοσμοθεωρητικό υπόβαθρο του υπό μελέτη κειμένου[1]. Το περιεχόμενο και τη λειτουργία ενός τέτοιου κώδικα θα διερευνήσομε σε κείμενα της μεταβυζαντινής λογοτεχνίας. Είναι η συνάρτηση του κάλλους με το αγαθό η οποίοα αποτελεί, όπως έχομε δείξει αλλού, ένα χαρακτηριστικά νεοελληνικό κώδικα.[2]

Θα μιλήσομε με παραδείγματα και θα ξεκινήσομε μ’ ένα παράθεμα από τον Ερωτόκριτο του Κορνάρου:

Ήρχισε κι εμεγάλωνε το δροσερό κλωνάρι,
κι επλήθαινε στην ομορφιά, στη γνώση και στη χάρη. [...]
και τ’ όνομά τζη το γλυκύ το λέγαν Αρετούσα,
οι ομορφιές τσ’ ήσαν πολλές, τα κάλλη τζ’ ήσαν πλούσα·
χαριτωμένο θηλυκό την ήκαμεν η φύση
κι ίσα τζη δεν ευρίσκετο σ’ Ανατολή και Δύση·
μ’ όλες τσι χάρες κι αρετές ήτονε στολισμένη,
ευγενική και τακτική, πολλά χαριτωμένη.

(Α 57-66)[3]

«Τα ομηρικά έπη καθρεφτίζουν, κάτω από το φώς της λαϊκής φαντασίας, τη μετάβαση από τη μινωμυκηναϊκή ίσαμε την κλασσική Ελλάδα. Δηλαδή την εποχή που καλείται συνήθως ηρωική»[1], αποφαίνεται ο George Thomson, καθηγητής της αρχαίας ελληνικής γλώσσας και φιλολογίας στο Birmingham παλαιότερα.

Σύμφωνα με τους ειδικούς, στα μυκηναϊκά χρόνια αυτοσχεδίαζαν και τραγουδούσαν τέτοια τραγούδια στις βασιλικές αυλές. Το ηρωικό έπος είναι το πρώτο είδος ποίησης που εμφανίζεται σ’ όλους τους λαούς. Η δημιουργία του γίνεται σύμφωνα με τους κανόνες της συλλογικής προφορικής ποίησης που διέπουν και το δημοτικό τραγούδι.

Η επική ποίηση εξελίχτηκε από τα τραγούδια που έφτιαχναν οι αοιδοί προς τιμήν των βασιλιάδων της ηρωικής εποχής. Η παράδοση αυτή δε χάθηκε με το γκρέμισμα της μυκηναϊκής βασιλείας αλλά μεταφέρθηκε στη μικρασιατική ακτή ανάμεσα στον Έρμο και το Μαίανδρο καθώς και στα απέναντι νησιά του ανατολικού Αιγαίου όταν με τις δωρικές επιδρομές τα ελληνικά φύλα μετανάστευαν εκεί σε απανωτά κύματα. Εκεί οι αοιδοί μνημόνευαν τα ανδραγαθήματα των προγόνων τους κι η επική παράδοση αναζωογονήθηκε στο νέο περιβάλλον.

Τα ομηρικά έπη φαίνεται πως δημιουργούνται στο τέλος της γεωμετρικής εποχής (11αι.-8αι. π.Χ.) όταν πια αρχίζει να χρησιμοποιείται και η φωνητική γραφή.

Τα γεγονότα που ο Όμηρος πραγματεύεται στα δύο αυτά έπη περιλαμβάνονταν στον Τρωικό επικό κύκλο. Αποτελεί πια κοινή παραδοχή πως πραγματικά γεγονότα που ανάγονται στο 12ο αι. π.Χ. αποτελούν τον πυρήνα των επών αυτών. Ο επικός κύκλος αποτελούνταν από επικές ενότητες δημιουργημένες από την προομηρική παράδοση. Οι ενότητες αυτές είχαν μεν χρονολογική σειρά, αλλά αυτό δεν απέκλειε και τα χρονικά χάσματα ανάμεσά τους. Τα έπη αυτά ήταν τα ΚΥΠΡΙΑ, η ΙΛΙΑΣ, η ΑΙΘΙΟΠΙΣ, η ΜΙΚΡΑ ΙΛΙΑΣ, η ΙΛΙΟΥ ΠΕΡΣΙΣ, οι ΝΟΣΤΟΙ, η ΟΔΥΣΣΕΙΑ και η ΤΗΛΕΓΟΝΙΑ.

Ένας από τους πιο σημαντικούς νόμους της λαϊκής ποίησης και αφήγησης[1] είναι ο «νόμος του αριθμού τρία», σύμφωνα με τον οποίο υπάρχει στο λαϊκό λόγο ένα σχήμα τριμερούς κλιμάκωσης ώστε τα μέλη μιας περιόδου λόγου έχουν την τάση να “αυξάνονται” ως προς το μέγεθός τους, έτσι ώστε το δεύτερο να είναι μεγαλύτερο από το πρώτο και το τρίτο μεγαλύτερο από το δεύτερο. Είναι ένας νόμος που παρατηρείται κατεξοχήν στα δημοτικά τραγούδια[2], ενώ τον βρίσκουμε συχνά και στα ομηρικά έπη.[3]

Σύμφωνα με τον Δανό Axel Olrik, που πρώτος διατύπωσε τον επικό αυτό νόμο, «τρεις είναι ο μεγαλύτερος αριθμός ανθρώπων και αντικειμένων που απαντούν στην παραδοσιακή αφήγηση (παραμύθια, μύθοι, τραγούδια, παραδόσεις)», ενώ «τίποτε δεν διαφοροποιεί τον μεγάλο όγκο της λαϊκής αφήγησης από τη νεότερη λογοτεχνία […] όσο ο αριθμός τρία» (σελ. 133).

Ο νόμος του αριθμού τρία συνδυάζεται συνήθως με έναν άλλο επικό ποιητικό νόμο, τον οποίο, επίσης, διατύπωσε ο Axel Olrik, τον «νόμο της επανάληψης» και ισχύει για όλα τα είδη του λαϊκού λόγου:

-το ένα (σπαθί) ΄ναι για τους φτωχούς, τ’ άλλο για τους αρκόντους,
το τρίτον το φαρμακερό για μας τους αντρειωμένους
- (Σύμη)

«Όταν άρχισα, τώρα στα γεράματα, να γράφω τον καπετάν Μιχάλη, ο κρυφός σκοπός μου ήταν τούτος: να σώσω, ντύνοντας με λέξες, τ’ όραμα του κόσμου όπως το δημιούργησαν τα παιδικά μου μάτια. Κι όταν λέω τ’ όραμα του κόσμου, θέλω να πω τ’ όραμα της Κρήτης».[1]

Mε αυτόν τον τρόπο ορίζει ο ίδιος ο συγγραφέας, ο Νίκος Καζαντζάκης, το σκοπό που τον ωθεί στη συγγραφή του έργου Καπετάν Μιχάλης.

Ο πρόλογος του συγγραφέα στο έργο αιτιολογεί όχι μόνο το πώς και γιατί οδηγήθηκε ο ίδιος στη συγγραφή του συγκεκριμένου μυθιστορήματος, αλλά παρέχει και τα κλειδιά της ανάγνωσης και της αποκωδικοποίησης των βαθύτερων νοημάτων του έργου του. Μερικοί συγγραφείς επιδιώκουν να διατηρήσουν κρυφό το ιδεολογικό βάθρο του αφηγήματος, επιδιώκοντας με αυτόν τον τρόπο να εξασφαλίσουν το ενδιαφέρον του αναγνώστη και τη δική του συμμετοχή στην αποκωδικοποίηση των μηνυμάτων του έργου.

Ο Καζαντζάκης είναι πάντα ένας πληθωρικός συγγραφέας ως προς το γλωσσικό πλούτο, το πλήθος των ιδεών και την ένταση με την οποία προβάλλονται οι ιδέες αυτές. Ο ίδιος έχοντας απόλυτη πεποίθηση στην πληθωρική του έκφραση και τη δύναμη του λόγου του, καταλαμβάνει την ψυχή και το μυαλό του αναγνώστη και τον παρασύρει σε μια περιπέτεια πράξεων και ιδεών.

Από αυτή την άποψη, ο πρόλογος του εξωδιηγητικού συγγραφέα αποτελεί με κάποιο ουσιαστικό τρόπο και την εισαγωγή του μυθιστορήματος. Διατηρεί ένα ρόλο παρόμοιο με το προοίμιο του Ομήρου στα έργα του.

Ωστόσο, ολόκληρο το αφήγημα μπολιάζεται από την παρουσία του εξωκειμενικού συγγραφέα, ο οποίος αποκαλύπτει την ιδιαίτερη οπτική γωνία μέσα από την οποία προτίθεται να εκθέσει την ιστορία, έτσι ώστε η δική του πνοή μοιάζει ν’ ακούγεται πίσω από την ανάσα των ηρώων του.

Ο πρόλογος στον Καπετάν Μιχάλη μπορεί να μας διαφωτίσει και για πολλά ζητήματα που αφορούν το ίδιο το έργο και τα μηνύματά του.

Υπάρχει η άποψη ότι το δημοτικό τραγούδι είναι δημιούργημα μιας άλλης εποχής και μιας άλλης κοινωνίας, που χάθηκε για πάντα, συμπαρασύ­ροντας μαζί της το λαϊκό προφορικό πολιτισμό με όλες τις εκφράσεις του. Η άποψη αυτή έπρεπε να είχε αναθεωρηθεί από καιρό, αφού - σύμφωνα με τις νεότερες έρευνες - η δημοτική ποίηση παρουσιάζει, σ' όλη τη διάρκεια του εικοστού αιώνα και ως τις μέρες μας, μια τέτοια δυναμική, που έχει στην πράξη διαψεύσει τέτοιες εκτιμήσεις.

Είναι γεγονός ότι οι κοινωνικές συνθήκες και οι όροι του υλικού βί­ου άλλαξαν σημαντικά, ιδιαίτερα στα τελευταία πενήντα χρόνια, και οι αγροτοκτηνοτροφικοί πληθυσμοί, βασικοί φορείς του παραδοσιακού πολιτισμού, μειώθηκαν αισθητά, πρώτα με την αστυφιλία της δεκαετίας του '50 και του '60, που μετέβαλε τους χωρικούς σε μικροαστούς, ύστερα με την αστικοποί­ηση της υπαίθρου στη δεκαετία του '90, που βρίσκεται ακόμη σε πλήρη εξέ­λιξη. Παρ' όλα αυτά, τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν σύμφωνα με τις προβλέ­ψεις του αυστηρού αστικού ρασιοναλισμού. Ο πολιτισμός ενός λαού είναι, όπως και η γλώσσα του, αυτοδύναμο σύστημα. Συναρτάται βέβαια με τις κοινωνικές δομές, αλλά δεν εξαρτάται απόλυτα απ' αυτές· έχει αποδεδειγμέ­να μεγαλύτερη διάρκεια. Έτσι δεν είναι παράξενο που σε ορισμένες περιοχές της περιφέρειας με ιδιαίτερη κοινωνική και πολιτισμική ομοιογένεια[1], το δημοτικό τραγούδι εξακολουθεί ν' αποτελεί ζωντανό στοιχείο του λαϊκού πολι­τισμού και να ανανεώνεται ως προς τα είδη εκείνα που διατηρούν αντιστοι­χία προς τις σημερινές ανάγκες της τοπικής κοινωνίας που τα συντηρεί. Η λαϊκή ποιητική παραγωγή της μεταπολεμικής ιδίως περιόδου δεν έχει βέβαια καταγραφεί και μελετηθεί συστηματικά και σ' αυτό παίζει ένα ορισμένο ρό­λο η προκατάληψη για την οποία μιλήσαμε. Ωστόσο, μια πλούσια και αξιό­λογη παραγωγή έχει έρθει στο φως της δημοσιότητας από τα χρόνια του με­σοπολέμου και εξής, είτε από τακτικές δημοσιεύσεις σε τοπικές εφημερίδες και λαογραφικά έντυπα είτε -κυρίως- από συγκροτημένες συλλογικές ή και ατομικές ερευνητικές προσπάθειες, στα πλαίσια της δραστηριότητας αρμό­διων δημόσιων φορέων όπως τα πανεπιστήμια και το Κέντρο Ερεύνης Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών[2].

Έδρα της Εταιρείας Κρητικών Σπουδών είναι τ’[ο] Αλικιανού ή ο Αλικιανός (ως θηλυκό, “η Αλικιανού” αναφέρεται από τον ιστορικό Σπυρίδωνα Ζαμπέλιο). Η ιστορική κωμόπολη του Αλικιανού ανήκει στην επαρχία Κυδωνίας του Νομού Χανίων και είναι η έδρα του Δήμου Μουσούρων. Βρίσκεται 12 χλμ. ΝΔ των Χανίων, σε κατάφυτο λεκανοπέδιο, που διασχίζει ο ποταμός Καιρίτης, ο αρχαίος Ιάρδανος.

Το τοπωνύμιο ετυμολογείται  από το ησιόδειο επίθετο “αλικίνος”, που σημαίνει δυνατός, οχυρός, και συσχετίζεται με τη στρατηγική σημασία της θέσης, που ελέγχει την πρόσβαση προς την ορεινή Κυδωνία. Μια άλλη ετυμολογία, εξίσου εύλογη, είναι από το νεότερο ουσιαστικό “χαλικιάς” > Χαλικιανός > Αλικιανός, τόπος γεμάτος χαλίκια, που συσχετίζεται με το γεγονός ότι παλαιότερα σημαντικό τμήμα του κάμπου ήταν άγονος χαλικιάς, από τα χαλίκια που κατέβαζε ο ποταμός Καιρίτης τους χειμερινούς μήνες (σημειώνομε εδώ ότι ανάλογο τοπωνύμιο, σε συνδυασμό με την ύπαρξη “χαλικιά”, οφειλόμενη σε παρακείμενο χείμαρρο, συναντούμε στα ελληνόφωνα χωριά της ορεινής Καλαβρίας, στην Κάτω Ιταλία (το χωριό “Χαλικιανό”).